πλουτοκρατικός

πλουτοκρατικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλουτοκρατία ή στον πλουτοκράτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλουτοκρατικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλουτοκρατία ή στον πλουτοκράτη. επίρρ... πλουτοκρατικώς και πλουτοκρατικά Ν κατά τρόπο πλουτοκρατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Πλ. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”